- σουηδικός
- η , ό[ν] шведский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουηδικός — ή, ό, Ν [Σουηδία / Σουηδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σουηδία ή στους Σουηδούς 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σουηδικά η σουηδική γλώσσα 3. φρ. α) «σουηδική γλώσσα» γλωσσ. η εθνική γλώσσα τής Σουηδίας και μία από τις δύο, μαζί με… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
σουηδέζικος — η, ο, Ν [Σουηδέζος] σουηδικός … Dictionary of Greek